Δημοσιογράφος, Σύμβουλος για ευρωπαϊκές υποθέσεις
Όλοι το γνωρίζουμε – άλλο αν το συνειδητοποιούμε… – ότι οι φετινές Ευρωεκλογές θα αποτελέσουν αληθινό σταυροδρόμι για την Ευρώπη του αύριο. Τον χαρακτήρα της, την ίδια την φύση της, συνεπώς τις προοπτικές της.
Ασφαλώς σε εντελώς πρώτη προτεραιότητα βρίσκεται το τι θα συμβεί/πώς θα αποκρυσταλλωθούν οι ισορροπίες σε επίπεδο Ευρωπαϊσμού-Ευρωσκεπτικισμού , καθώς διαταράσσονται ήδη στην πρώιμη προεκλογική περίοδο παγιωμένες (και βολικές) συνήθειες όπως της διαιρεμένης αλλά de facto συναινετικής διαχείρισης των πραγμάτων από το δίπολο ΕΛΚ /Ευρωσοσιαλιστών. Και δίπλα σ’ αυτήν την προτεραιότητα, έρχονται στοιχεία όπως η συζήτηση για την θεσμική ισορροπία στην ΕΕ – καθώς και το αυριανό θεσμικό προφίλ της Ευρωζώνης (η οποία κάπως αυτάρεσκα περιγράφεται ως «σκληρός πυρήνας» της ΕΕ).
Από κει και πέρα, πάντως, μαδώντας την μαργαρίτα των Ευρωεκλογών – έτσι όπως διεξάγεται ο προεκλογικός αγώνας, δηλαδή σαν μια σειρά από παράλληλες εθνικές εκλογές, με προτεραιότητα σε εθνικά πολιτικά διακυβεύματα – βλέπει κανείς πολλά και διαφοροποιημένα θέματα να έρχονται στην πρωτοδεύτερη γραμμή ενδιαφέροντος. Οπωσδήποτε το Προσφυγικό/Μεταναστευτικό βρίσκεται σχεδόν παντού στην επιφάνεια, όχι δε μόνον στις χώρες πρώτης εισόδου, αλλά και στις χώρες που θα χαρακτηρίζαμε «πρώτης άρνησης» όπως οι χώρες Βίζεγκραντ. Τα ζητήματα περιφερειακών ανισοτήτων δεν βρίσκονται πολύ μακριά. αλλά και τα περιβαλλοντικά, καθώς μάλιστα η άνοδος των Πρασίνων αποτελεί τελευταίως φαινόμενο παράλληλο με την τελική ευθεία προς τις Ευρωκάλπες.
Όσο και να προχωρήσει κανείς, πάντως, αναζητώντας σε επόμενα χαμηλότερα επίπεδα ενδιαφέροντος, ένα ζήτημα δεν θα ανεύρει: εκείνο του δημοσίου χρέους και της σημασίας που αυτό έχει στα πράγματα της ΕΕ – ιδίως της Ευρωζώνης. Κι ας υπήρξε η κρίση του χρέους η ρίζα – η πραγματική πηγή – όλης της καίριας αμφισβήτησης του Ενωσιακού οικοδομήματος. (Γιατί αναφερόμαστε στην ΕΕ, ενώ η κρίση χρέους θεωρήθηκε ότι αφορά την σταθερότητα ή και την υπόσταση ειδικά της Ευρωζώνης; Επειδή όπως καταδείχθηκε πάντως στην Ελληνική περίπτωση – όπου το πράγμα έφθασε, το καλοκαίρι του 2015, ένα βήμα πριν το -exit – η άποψη που επεκράτησε στην Ένωση, στην τελική ευθεία Κορυφής, άποψη που προβλήθηκε ως νομική/θεσμική, αλλ’ ουδένα άφησε να διαπορεί κατά πόσον ήταν βαθύτερα πολιτική, ήταν ότι έξοδος από την Ευρωζώνη συνεφείλκε αυτονόητα/Ipso jure και έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση).
Από την πρωτοβουλία Μακρόν στις legacyissues
Στην πορεία, λοιπόν, προς τις Ευρωεκλογές του Μαΐου 2019 πρωτοβουλίες όπως εκείνη του Εμμανουέλ Μακρόν – μετά τις ομιλίες του στην Πνύκα και την Σορβόννη το φθινόπωρο του 2017, μ’ όλη την επιμελημένη τους σκηνοθεσία, και με τις νέες πιο «μαζεμένες» τοποθετήσεις του το φθινόπωρο του 2018 – είχαν περιλάβει στοιχεία δημοσιονομικής ενοποίησης που θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι έχουν την προβληματική του χρέους στο βάθος. Πράγματι, τόσο η αρχική τοποθέτηση Μακρόν για προϋπολογισμό της Ευρωζώνης που θα εκαλείτο να λειτουργεί αντικυκλικά και να εξασφαλίζει κάποια στοιχεία σύγκλισης των οικονομιών αντί για την εγκατάσταση σε έναν αυτοματισμό απόκλισης που απεδείχθη ότι φέρνειη Ευρωζώνη, όσο και στην μεταγενέστερη (μετριοπαθέστερη) κοινή συνισταμένη Μακρόν-Μέρκελ για έναν προϋπολογισμό-τσόντα ενταγμένο στον κοινό/υφιστάμενο προϋπολογισμό της ΕΕ με στόχο την στήριξη δράσεων αντικυκλικής σταθεροποίησης, διακρίνεται μια διαχείριση του δημοσιονομικού που δεν περιορίζεται στην μονοδιάσταση λογική του Συμφώνου Σταθερότητας και (κατ’ επίφασιν μόνο…) Ανάπτυξης. Εκείνο που θα λειτουργούσε καινοτομικά κατά Μακρόν, θα ήταν η παραδοχή ότι η Ανάπτυξη δεν προκύπτει/δεν μπορεί να προκύψει μόνο με την Σταθερότητα, δηλαδή σε περιβάλλον αδιάκοπης λιτότητας, αλλά χρειάζεται και ένα στοιχείο δημοσιονομικής – έστω επιλεκτικής ως προς τις δράσεις, έστω πολύ στοχευμένης – υποστήριξης.
Βέβαια, ο ορίζοντας δημιουργίας αυτού του «προϋπολογισμού babushka» – τον παρουσίασαν οι υπουργοί Οικονομικών Γαλλίας και Γερμανίας στις 19 Νοεμβρίου 2019 – με επικέντρωση στις επενδύσεις, αλλ’ ενσωματωμένου στον γενικό προϋπολογισμό της ΕΕ (ο οποίος όλος κι όλος είναι 1.135 δις ευρώ, λίγο πάνω από 1,1% του ΑΕΠ της Ένωσης), είναι το 2021. Η επικέντρωσή του σε επενδύσεις καινοτομίας, έρευνας, βελτίωσης του ανθρώπινου δυναμικούκαθώς και οι κατευθυντήριες οδηγίες που δόθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 14ης Δεκεμβρίου 2019 και που «σπρώχνουν» το συγκεκριμένο για μετά τις Ευρωεκλογές του Μαΐου, δεν επιτρέπει να προσδοκά κανείς μακροοικονομικά σημαντικά μεγέθη.
Ακριβώς αυτό το στοιχείο έσπευσε να αξιοποιήσει – με άρθρο του στην Guardian – ο Γιάνης Βαρουφάκης, αξιοποιώντας και την συγκυρία αναστάτωσης/αναστοχασμού του Brexit, για να ζητήσει/προτείνει ένα «Νέο Πράσινο NewDeal» που θα πήγαινε πολύ μακρύτερα: έκδοση ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ύψους 500 δις ευρώ σε ετήσια βάση για μια «Πράσινη μετάβαση» στην Ευρώπη. Η ΕΚΤ θα εκαλείτο να στηρίξει αυτό το είδος έκδοσης στην δευτερογενή αγορά, καθιστώντας το σαφώς περιζήτητο στις αγορές.
Χωρίς να θέλει κανείς να προσέλθει στην σκέψη Βαρουφάκη στο σύνολό της, είναι ενδιαφέρον να σημειώσει ότι (α) επιδιώκει να «παρακάμψει» τον πάγιο δισταγμό δημοσιονομικής επέκτασης της ΕΕ/της Ευρωζώνης, επιχειρώντας υποκατάσταση με την έκδοση ομολόγων (πράγμα που, βέβαια, προσκρούει σε άλλα ταμπού), (β) ασφαλώς και μιλάει για μέγεθος μεγαλύτερο από την τάξη του +/- 1 δις ετησίως, αλλά «μόνο» κατά 50%, και (γ) «αγκυρώνει» την χρήση των νέων πόρων που επιχειρεί να δημιουργήσει σε κάτι λιγότερο «ευγενές» από τις επενδύσεις σε έρευνα/καινοτομία/αναβάθμιση ανθρώπινου δυναμικού: στην «πράσινη μετάβαση» της Ευρώπης, που αποτελεί προτεραιότητα για τις χώρες του Βορρά – την πολιτική τους συζήτηση, τους ψηφοφόρους τους. Άμα, λοιπόν, προσπεράσει την πηγή μιας τέτοιας πρότασης – τον Έλληνα, πλην μέλλοντα να πολιτευθεί στις Ευρωεκλογές με Γερμανικό ψηφοδέλτιο, ΓιάνηΒαρουφάκη – βρίσκει κάτι το χρήσιμο, που μας επαναφέρει την προβληματική του χρέους. Προβληματική η οποία, αυτό είναι που σημειώσαμε εξαρχής, είναι απούσα από την όλη συζήτηση των Ευρωεκλογών. Ποιο είναι, πράγματι, το βασικό χαρακτηριστικό του χρέους; Είναι μια legacyissue, ένα πρόβλημα συσσωρευμένο/ερχόμενο από το παρελθόν. Τι είναι η διαχείριση της πράσινης μετάβασης; Μια άλλη περίπτωση legacy, μια προσπάθεια εξόδου από μια ενεργειακή πραγματικότητα και μετάβαση σε μιαν άλλη, κόστους εκατοντάδων δις τον χρόνο αν είμαστε σοβαροί.
Από ις legacy issues στην κοινωνική πραγματικότητα
Στο σημείο αυτό αξίζει/επιβάλλεται να επιχειρήσουμε μιαν άλλη προσπάθεια να φωτισθούν πλευρές της Ευρωπαϊκής πραγματικότητας που συνήθως μένουν στην σκιά. Αν ένα πράγμα έλλειψε από την «Ευρωπαϊκή» συζήτηση , έτσι όπως αυτή έχει κωδικοποιηθεί και αποστεγνωθεί τις τελευταίες δεκαετίες – συγκρίνετε π.χ. με την δεκαετία του ΄80, όπου και τότε είχαν υπάρξει σημαντικές αμφισβητήσεις, π.χ. γύρω από τις περιφερειακές ανισότητες, ή και γύρω από μιαν «αριστερή»/κοινωνική αμφισβήτηση της τότε ΕΟΚ/ΕΚ : μόνον που, σ’ εκείνη την φάση, ήρθαν «επί Ντελόρ» εργαλεία όπως το Περιφερειακό Ταμείο/τα Μεσογειακά Προγράμματα, ή πάλι το Κοινωνικό Ταμείο /οι δράσεις κατάρτισης ή και φοιτητικών ανταλλαγών-Erasmusκαι άμβλυναν τις εντάσεις – ήταν η επίγνωση της κοινωνικής πραγματικότητας, η απεύθυνση στο κοινωνικό.
Αν τώρα προσέξει κανείς τι είναι εκείνο που φέρνει την απαξίωση από τον λόγο περί «Ευρώπης», από την προσέλευση σε αναζήτηση λύσεων σ’ ένα Ευρωπαϊκό επίπεδο (και μάλιστα με Ευρωεκλογές στο άμεσο ορίζοντα), και αντιθέτως στρέφει προς εθνικές αν μη εθνικιστικές κατευθύνσεις σε χώρες διαφοροποιημένες όσο οι χώρες που γνώρισαν Μνημόνια και οι χώρες του Βορρά (που αντιτάχθηκαν εν πολλοίς σ’ αυτά), διαφοροποιημένες όσο η Γαλλία των GiletsJaunes ή η Ιταλία της Λέγκας και του Κινήματος 5 Αστέρων και η Γερμανία του AfD ή οι χώρες Βιζεγκραντ, αυτό είναι η παραμέληση του κόστους/του ανθρώπινου κόστους που φέρνει μαζί της η δυσκολία προσαρμογής σε έναν κόσμο που αλλάζει. Σ’ έναν κόσμο που αλλάζει γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα. Σ’ έναν κόσμο που αφήνει πίσω όσους δεν μπορούν/δεν προλαβαίνουν να προσαρμοσθούν. Σ’ έναν κόσμο με laisséspourcompte, με όλο και περισσότερους περιθωριοποιημένους/ «εκτός». Σε όλους αυτούς οι οποίοι αισθάνονται ότι η ίδια τους η ζωή κινδυνεύει να θεωρηθεί legacyissue, δηλαδή κατάλοιπο ενός παρελθόντος που έχει φύγει, αφήνοντας τους ίδιους χωρίς κάλυψη: αξίζει να στραφεί κανείς με προσοχή στην αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στον πολιτικό/Ευρωπαϊκό λόγο του Μακρόν – «L’ Europe qui protège”– και στην πραγματικότητα των GiletsJaunes που με τον (πράσινης λογικής) φόρο των καυσίμων έχαναν από τα εισοδήματά τους «lafindumois».
Η μεταφορά αυτού του σκηνικού στις χώρες των Μνημονίων, στις χώρες δηλαδή που χρειάστηκε και να αποδεχθούν απότομη προσαρμογή βιοτικού επιπέδου, αλλά και να γνωρίσουν «χτίσιμο» ενοχής για το ότι δεν παρακολούθησαν σε επίπεδο δημοσιονομικής διόρθωσης/προσαρμογής είναι βαριά σε συνέπειες. Εκεί, το χρέος λειτουργεί και ως συνεχής συμβολική υπόμνηση αστοχίας/υπερέκθεσης/βάρους και ως παράγοντας αδιάκοπου φρεναρίσματος κάθε απόπειρας βελτίωσης/άμβλυνσης των πολιτικών λιτότητας.
Σύμφωνα άλλωστε με τον νυν Έλληνα ΥΠΟΙΚ Ευκλείδη Τσακαλώτο, σε συνέντευξή του στην «ΑΥΓΗ», οι Ευρωεκλογές είναι σημαντικές καθώς σ’ αυτές «παίζεται η πολιτική της Ευρώπης τα επόμενα χρόνια […] το αν δηλαδή η λιτότητα θα συνεχίζει να είναι η απάντηση σε όλες τις ερωτήσεις».
Δεν πρόκειται για φόρμουλα καθαρά πολιτική/συμβολική – χωρίς δηλαδή λειτουργικό περιεχόμενο. Αρκεί να δει κανείς για μια στιγμή ένα δίδυμο φαινόμενο που βρέθηκε, αρχές του 2019, εν εξελίξει στην Ελλάδα. Αφενός αποφασίστηκε η αύξηση του κατώτατου μισθού μετά από μια 6ετία παγώματος (που ακολούθησε βίαια περικοπή το 2013, δια νόμου). Αφετέρου ανεβαίνει στην επιφάνεια με διαταρακτική επίδραση το θέμα των «κόκκινων δανείων», ενυπόθηκων των νοικοκυριών αλλα΄και επιχειρηματικών, που δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν. Και στο δύο, υπήρξε αντίθεση/αντίδραση της μετα Μνημονιακής Τρόικας παρακολούθησης. Πού όμως εμπλέκεται η δημοσιονομική διάσταση/η διάσταση του μη-αντιμετωπιζόμενου χρέους, στο βάθος;
Στην μεν απόκρουση της αύξησης του κατώτατου μισθού, η άρνηση ξεκινάει από την επιβάρυνση των (μικρομεσαίων, ιδίως) επιχειρήσεων – που θα μπορούσε να είχε αντισταθμισθεί, όπως π.χ. έγινε στην Γαλλία – με μείωση της φορολογίας τους ή με μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Όμως… κάτι τέτοιο προσκρούει στο δημοσιονομικό κόστος. Στην δε ριζική αντιμετώπιση των «κόκκινων δανείων», η παροχή στήριξης ή έστω εγγύησης από δημόσιους πόρους (ή από πόρους του ειδικού cashbuffer που έχει συγκροτηθεί για την Ελληνική οικονομία) προσκρούει επίσης σε δημοσιονομικό interdictum.
Στο άμεσο φόντο, το βάρος του χρέους… Άμα λοιπόν δεν αρχίσει το ζήτημα αυτό να συζητείται με πολιτική ειλικρίνεια, με τίποτε το «Ευρωπαϊκό» δεν θα αποκτήσει κοινωνικό υπόβαθρο.